Ἱερὸ τῶν Μέσων
Η ιστορία λέει ὅτι κάποτε ἔνας σοφιστής, ποῦ γύριζε στην Ελλάδα για να δείξει τῇ δεξιοτεχνία τοῦ, ἔφτασε καὶ στῇ Σπάρτη, λογαριάζοντας ὅτι θα ἄρεσε στους Σπαρτιάτες ν' ακούσουν ωραία λόγια για τὸν κατεξοχὴν Δωρικὸ ἥρωα, ἄρχισε να απαγγελεῖ ἔναν ἔπαινο στον Ηρακλή. Μὰ στις πρῶτες λέξεις τοῦ κιόλας τὸν ἔκοψε ἔνας Σπαρτιάτης απὸ κάτω μὲ τὴν ερωτήσῃ: "Καὶ ποῖος τὸν κατηγορεῖ τὸν Ηρακλή;"
Δεν θα εἶναι πολὺ ευκολότερη η θεση εκείνου που θα θελήσει σήμερα να μιλήσει επαινετικὰ για τὴν ομορφιὰ τοῦ ελληνικοῦ τοπίου. Δεν τὴν αρνιέται κανεὶς εἴτε μέσα στην Ελλάδα εἴτε ἔξω απ' αυτήν.
Απὸ τότε που οι Ευρωπαίοι ἄρχισαν να τὴν προσέχουν περισσότερο, εδώ καὶ 200 περίπου χρόνια, μερικοί, προπάντων βόρειοι, αισθάνθηκαν κάποτε να τοὺς λείπει στην Ελλάδα η ζωηρὴ καὶ ἄφθονη πρασινάδα τῆς πολλῆς υγρασίας. Ὅλοι ὅμως - γεωγράφοι ἣ ιστορικοὶ τῆς τέχνης ἣ καλλιτέχνες ἣ καὶ λαϊκοὶ - ἔχουν καταλάβει σήμερα, ὅτι δεν μπορεὶ να εἶναι τέτοιο τὸ ἔδαφος, ὅπου φύτρωσε ο ελληνικὸς πολιτισμὸς καὶ η ελληνικὴ τέχνη (τὸ ξερικὸ χωράφι δὲ δίνει πάντοτε καρπό, ἂν ὅμως πετύχει η σοδειά, η γεύσῃ τοῦ καρποῦ τοῦ δὲ συγκρίνεται μὲ τοῦ ποτιστικού).
Η προσπάθεια τῶν σημερινῶν εἶναι να συλλάβουν ὄσο γίνεται πιὸ σφιχτά, ὄσο γίνεται πιὸ ταιριαστὲς τὴν πρωτοτυπία καὶ τὶς διάφορες ὄψεις τῆς ομορφιὰς τοῦ ελληνικοῦ τόπου γιατὶ η πολυμορφία τοῦ λίγου αυτοῦ τόπου καὶ η πολλαπλότητα τῶν στιγμῶν τοῦ - στοιχεῖα σύμφυτα τῆς πρωτότυπης ομορφιὰς τοῦ - εἶναι τόση, ὥστε η διατύπωση τῆς εἶναι γύμνασμα ἄξιο τοῦ πιὸ μεγάλου καλλιτέχνη.
Μπορεὶ κανεὶς να επαναλάβει γι' αυτὸ εκεῖνο που ἔλεγε για τὸ "ὅν" ο Γοργίας: "εἰ καὶ καταληπτόν, αλλὰ τοι γὲ ανέξοιστον καὶ ανερμήνευτων τῷ πέλας" (καὶ ἂν ακόμη μπορεὶ κανεὶς να τὸ συλλάβει, δεν μπορεὶ ὅμως να τὸ εκφράσει καὶ να τὸ εξηγήσει στον ἄλλον). Αυτὴ τῇ σημασίᾳ ἔχει, στο βάθος, η διαπίστωση τῶν σπουδαιοτέρων μελετητῶν τῆς αρχαιότητας, ὅτι στις περιγραφὲς (μὲ λέξεις ἣ μὲ χρώματα) αλλὰ καὶ στην ποίησῃ καὶ στ' αγάλματα καὶ στους ναοὺς τῶν Ελλήνων, δηλαδὴ στον κόσμο τῶν συμβόλων θα βροῦμε ἔκφραση τοῦ ελληνικοῦ τόπου ισοδύναμη μὲ τὸν πρωτότυπο χαρακτῆρα τοῦ. Δεν εἶναι πολὺ συχνὸ να μπορεὶ κανεὶς μὲ τὰ ἴδια σχεδὸν λόγια να μιλάει για τὸν τόπο ἣ για τὰ μνημεῖα τοῦ.
Τὸ αισθανόμαστε αυτὸ ἄμεσα προπάντων στα μεγάλα ελληνικὰ ιερά, ὅπου τὸ θέμα αποκτάει καὶ ἅλλῃ, ξεχωριστὴ θερμότητα. Πουθενὰ αλλοῦ δὲ βλέπουμε τῇ βαθιὰ καὶ στενὴ συνάφεια τῶν παραγόντων καὶ τῶν εκδηλώσεων τοῦ ανθρώπινου πολιτισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ τόπου, τῆς θρησκείας, τῆς ιστορίας καὶ τῆς τέχνης, τόσο ζωντανὴ καὶ συναρπαστικὴ καὶ διδακτικὴ ὄσο στα αρχαία ιερά. Μέσα σὲ αυτὰ συγκεντρώθηκε μὲ τὸν καιρὸ καλλιτεχνικὸς πλοῦτος τεράστιος καὶ εξαιρετικὸς σὲ ποιότητα, ακριβῶς επειδὴ ἤταν εστίες θρησκευτικῆς ζωῆς βαθιὰς καὶ ἔντονης.
Τὰ κτίρια, τὰ γλυπτά, καὶ τὰ ζωγραφιστὰ ἔργα τοῦ ιεροῦ τὰ αφιέρωναν οι αρχαῖοι στο θεό, επειδὴ αισθάνονταν ως αυτονόητο χρέος να τοῦ δείξουν καὶ μὲ υλικὸ τρόπο τὴν ευγνωμοσύνη τοὺς για τὴν νίκη ἣ για όποια ἅλλῃ επιτυχία καὶ ἔπρεπε να εἶναι τέτοια ὥστε να αρέσουν στο θεό, να τὸν κάνουν να καμαρώνει για τὸ σπίτι τοῦ (ἄγαλμα=αγάλεσθαι τὸν θεόν) καὶ να τοὺς εἶναι καὶ στο μέλλον ευνοϊκός: ἔπρεπε να εἶναι "τέλεια", εξαίρετα στο υλικὸ καὶ στην καλλιτεχνικὴ ποιότητα. Μὲ τέτοιο πνεῦμα αφερωμένα τὰ αρχιτεκτονικὰ ἣ γλυπτικὰ ἣ ζωγραφιστὰ μνημεῖα τοῦ ιεροῦ θα μπορούσαν να ἔχουν ὅλα ως επίγραμμα τοὺς στίχους τοῦ Σολωμού: "Κι εἶναι δικό σου δόξασμα, δικὸς σοῦ πλοῦτος εἶναι, πνεῦμα καλό, ποὺ σ' ἄρεσε φωνὴ να μοῦ χαρίσεις."
Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι σὲ κανέναν ελληνικὸ ερειπιῶνα δεν αισθανόμαστε ασυμφωνία ανάμεσα στον χαρακτῆρα τοῦ τόπου καὶ στην αρχιτεκτονικὴ μορφὴ τῶν μνημείων τοῦ. Τὸ υλικὸ καὶ τὸ χρῶμα τοὺς, η κάτοψη τοὺς, οι αναλογίες τοὺς καὶ η μορφὴ τῶν μελῶν τοὺς, η συνταξῃ τῶν μνημείων σὲ μικρὲς ομάδες, ὅπου τὸ κάθε στοιχεῖο, ενῶ βοηθάει για τὸ σύνολο, δὲ χάνει τὴν αυθυπαρξία τοῦ, καὶ ὅπου η κάθε ομάδα δὲ λησμονεὶ τὴν ύπαρξῃ τῆς ἄλλης, δείχνουν ασύγκριτη ευαισθησία για τὸν τόπο, τόση ὥστε φαίνεται σὰν αυτὸς να καλεῖ τὰ μνημεῖα να εἶναι τέτοια, καὶ τούτα πάλι ἔχουν τόσο πολὺ κρατήσει στην ουσίᾳ τῆς μορφῆς τοῦ τόπου, δίνοντας τῆς σταθερότητα καὶ διάρκεια, ὥστε δεν εἶναι σπάνιο να μας οδηγήσουν, αυτὰ πρῶτα, στο να προσέξουμε τὴν ιδιομορφία τοῦ τόπου.
Τοῦ Χρηήτου Καρούζου
Η ιστορία λέει ὅτι κάποτε ἔνας σοφιστής, ποῦ γύριζε στην Ελλάδα για να δείξει τῇ δεξιοτεχνία τοῦ, ἔφτασε καὶ στῇ Σπάρτη, λογαριάζοντας ὅτι θα ἄρεσε στους Σπαρτιάτες ν' ακούσουν ωραία λόγια για τὸν κατεξοχὴν Δωρικὸ ἥρωα, ἄρχισε να απαγγελεῖ ἔναν ἔπαινο στον Ηρακλή. Μὰ στις πρῶτες λέξεις τοῦ κιόλας τὸν ἔκοψε ἔνας Σπαρτιάτης απὸ κάτω μὲ τὴν ερωτήσῃ: "Καὶ ποῖος τὸν κατηγορεῖ τὸν Ηρακλή;"
Δεν θα εἶναι πολὺ ευκολότερη η θεση εκείνου που θα θελήσει σήμερα να μιλήσει επαινετικὰ για τὴν ομορφιὰ τοῦ ελληνικοῦ τοπίου. Δεν τὴν αρνιέται κανεὶς εἴτε μέσα στην Ελλάδα εἴτε ἔξω απ' αυτήν.
Απὸ τότε που οι Ευρωπαίοι ἄρχισαν να τὴν προσέχουν περισσότερο, εδώ καὶ 200 περίπου χρόνια, μερικοί, προπάντων βόρειοι, αισθάνθηκαν κάποτε να τοὺς λείπει στην Ελλάδα η ζωηρὴ καὶ ἄφθονη πρασινάδα τῆς πολλῆς υγρασίας. Ὅλοι ὅμως - γεωγράφοι ἣ ιστορικοὶ τῆς τέχνης ἣ καλλιτέχνες ἣ καὶ λαϊκοὶ - ἔχουν καταλάβει σήμερα, ὅτι δεν μπορεὶ να εἶναι τέτοιο τὸ ἔδαφος, ὅπου φύτρωσε ο ελληνικὸς πολιτισμὸς καὶ η ελληνικὴ τέχνη (τὸ ξερικὸ χωράφι δὲ δίνει πάντοτε καρπό, ἂν ὅμως πετύχει η σοδειά, η γεύσῃ τοῦ καρποῦ τοῦ δὲ συγκρίνεται μὲ τοῦ ποτιστικού).
Η προσπάθεια τῶν σημερινῶν εἶναι να συλλάβουν ὄσο γίνεται πιὸ σφιχτά, ὄσο γίνεται πιὸ ταιριαστὲς τὴν πρωτοτυπία καὶ τὶς διάφορες ὄψεις τῆς ομορφιὰς τοῦ ελληνικοῦ τόπου γιατὶ η πολυμορφία τοῦ λίγου αυτοῦ τόπου καὶ η πολλαπλότητα τῶν στιγμῶν τοῦ - στοιχεῖα σύμφυτα τῆς πρωτότυπης ομορφιὰς τοῦ - εἶναι τόση, ὥστε η διατύπωση τῆς εἶναι γύμνασμα ἄξιο τοῦ πιὸ μεγάλου καλλιτέχνη.
Μπορεὶ κανεὶς να επαναλάβει γι' αυτὸ εκεῖνο που ἔλεγε για τὸ "ὅν" ο Γοργίας: "εἰ καὶ καταληπτόν, αλλὰ τοι γὲ ανέξοιστον καὶ ανερμήνευτων τῷ πέλας" (καὶ ἂν ακόμη μπορεὶ κανεὶς να τὸ συλλάβει, δεν μπορεὶ ὅμως να τὸ εκφράσει καὶ να τὸ εξηγήσει στον ἄλλον). Αυτὴ τῇ σημασίᾳ ἔχει, στο βάθος, η διαπίστωση τῶν σπουδαιοτέρων μελετητῶν τῆς αρχαιότητας, ὅτι στις περιγραφὲς (μὲ λέξεις ἣ μὲ χρώματα) αλλὰ καὶ στην ποίησῃ καὶ στ' αγάλματα καὶ στους ναοὺς τῶν Ελλήνων, δηλαδὴ στον κόσμο τῶν συμβόλων θα βροῦμε ἔκφραση τοῦ ελληνικοῦ τόπου ισοδύναμη μὲ τὸν πρωτότυπο χαρακτῆρα τοῦ. Δεν εἶναι πολὺ συχνὸ να μπορεὶ κανεὶς μὲ τὰ ἴδια σχεδὸν λόγια να μιλάει για τὸν τόπο ἣ για τὰ μνημεῖα τοῦ.
Τὸ αισθανόμαστε αυτὸ ἄμεσα προπάντων στα μεγάλα ελληνικὰ ιερά, ὅπου τὸ θέμα αποκτάει καὶ ἅλλῃ, ξεχωριστὴ θερμότητα. Πουθενὰ αλλοῦ δὲ βλέπουμε τῇ βαθιὰ καὶ στενὴ συνάφεια τῶν παραγόντων καὶ τῶν εκδηλώσεων τοῦ ανθρώπινου πολιτισμοῦ, δηλαδὴ τοῦ τόπου, τῆς θρησκείας, τῆς ιστορίας καὶ τῆς τέχνης, τόσο ζωντανὴ καὶ συναρπαστικὴ καὶ διδακτικὴ ὄσο στα αρχαία ιερά. Μέσα σὲ αυτὰ συγκεντρώθηκε μὲ τὸν καιρὸ καλλιτεχνικὸς πλοῦτος τεράστιος καὶ εξαιρετικὸς σὲ ποιότητα, ακριβῶς επειδὴ ἤταν εστίες θρησκευτικῆς ζωῆς βαθιὰς καὶ ἔντονης.
Τὰ κτίρια, τὰ γλυπτά, καὶ τὰ ζωγραφιστὰ ἔργα τοῦ ιεροῦ τὰ αφιέρωναν οι αρχαῖοι στο θεό, επειδὴ αισθάνονταν ως αυτονόητο χρέος να τοῦ δείξουν καὶ μὲ υλικὸ τρόπο τὴν ευγνωμοσύνη τοὺς για τὴν νίκη ἣ για όποια ἅλλῃ επιτυχία καὶ ἔπρεπε να εἶναι τέτοια ὥστε να αρέσουν στο θεό, να τὸν κάνουν να καμαρώνει για τὸ σπίτι τοῦ (ἄγαλμα=αγάλεσθαι τὸν θεόν) καὶ να τοὺς εἶναι καὶ στο μέλλον ευνοϊκός: ἔπρεπε να εἶναι "τέλεια", εξαίρετα στο υλικὸ καὶ στην καλλιτεχνικὴ ποιότητα. Μὲ τέτοιο πνεῦμα αφερωμένα τὰ αρχιτεκτονικὰ ἣ γλυπτικὰ ἣ ζωγραφιστὰ μνημεῖα τοῦ ιεροῦ θα μπορούσαν να ἔχουν ὅλα ως επίγραμμα τοὺς στίχους τοῦ Σολωμού: "Κι εἶναι δικό σου δόξασμα, δικὸς σοῦ πλοῦτος εἶναι, πνεῦμα καλό, ποὺ σ' ἄρεσε φωνὴ να μοῦ χαρίσεις."
Τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι σὲ κανέναν ελληνικὸ ερειπιῶνα δεν αισθανόμαστε ασυμφωνία ανάμεσα στον χαρακτῆρα τοῦ τόπου καὶ στην αρχιτεκτονικὴ μορφὴ τῶν μνημείων τοῦ. Τὸ υλικὸ καὶ τὸ χρῶμα τοὺς, η κάτοψη τοὺς, οι αναλογίες τοὺς καὶ η μορφὴ τῶν μελῶν τοὺς, η συνταξῃ τῶν μνημείων σὲ μικρὲς ομάδες, ὅπου τὸ κάθε στοιχεῖο, ενῶ βοηθάει για τὸ σύνολο, δὲ χάνει τὴν αυθυπαρξία τοῦ, καὶ ὅπου η κάθε ομάδα δὲ λησμονεὶ τὴν ύπαρξῃ τῆς ἄλλης, δείχνουν ασύγκριτη ευαισθησία για τὸν τόπο, τόση ὥστε φαίνεται σὰν αυτὸς να καλεῖ τὰ μνημεῖα να εἶναι τέτοια, καὶ τούτα πάλι ἔχουν τόσο πολὺ κρατήσει στην ουσίᾳ τῆς μορφῆς τοῦ τόπου, δίνοντας τῆς σταθερότητα καὶ διάρκεια, ὥστε δεν εἶναι σπάνιο να μας οδηγήσουν, αυτὰ πρῶτα, στο να προσέξουμε τὴν ιδιομορφία τοῦ τόπου.
Τοῦ Χρηήτου Καρούζου