Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Ο Άη Νικόλας και ο ποιητής που έγινε ο Σεβάχ ο θαλασσινός...


Της γαλάζιας θάλασσας η απεραντοσύνη
Ω δόξα του Αρχιμήδη και μούσα μου γλυκιά
Κρατάει στον αφρό της τα υπερωκεάνια
Τις βάρκες τα γκαζάδικα τα αντιτορπιλικά
Και έχουν τα πλοία πάνω τους για να τα κυβερνάνε
Καπετάνιους μακαρίους επιπλέοντες
Και ροβεσπιέρους και δαντόν και ναπολέοντες
Χωρίς αυτούς η γη δεν θα κουνιόταν πια
Και θα ‘τανε αχρείαστα τόσα χρυσά μανίκια
Δεν θα ‘φτανε ο Κολόμβος ως την Αμερική
Στον κόσμο αν δεν υπήρχανε άνθρωποι και ποντίκια
Την τύχη τους να βρίζουνε κάτω στη μηχανή
Όσοι σκούζουν προχωρήστε οι μπροστινοί
Κι όσοι κλείνουνε την θλιβερή πορεία
Στην ατέλειωτη της πλέμπας λειτανεία
Για να πάνε πιο μπροστά όλοι μαζί
Καράβι ταξιδεύει χωρίς τον καπετάνιο
Αν και κομμάτι δύσκολο νομίζω πως μπορεί
Να πάει στον πάτο σούμπιτο χωρίς να έχει ρουφιάνο
Είναι μια επιστήμη της θάλασσας κι αυτή
Κι αν τύχαινε να στριμοκωλιαστώ
Κι αν δεν ήξερα αλλιώς να επιβιώνω
Και τα στιχάκια μου στους ώμους να σηκώνω
Ποιος ξέρει αν δεν κάρφωνα κι εγώ
Έτσι λοιπόν τραγούδαγε ένας τραγουδοφτιάχτης
Ρεμβάζοντας την θάλασσα από την κουπαστή
Μα κάπου παραπάτησε κι έπεσε στα νερά της
Κι όμως κανείς δεν του ‘ριξε σωσίβιο να σωθεί
Του πλοίου ο τεμπελχανάς ήταν πιο ακαμάτης
Συνέχεια την λουφόβγαζε κι ας ήταν σκέτος ναύτης
Συνέχεια την λουφόβγαζε κι έπαιζε μουσική
Και όλοι του ζηλεύανε την τέχνη του αυτή
Μα ο Άη Νικόλας άγιε μου μεγάλη σου η χάρη
Πως έτσι του την βίδωσε δεν μάθαμε ποτέ
Βάζει μια νάρκη ο κόπανος το πλοιο να φουντάρει
Και ένα καρχαρία να φάει τον χαφιέ
Και έστειλε στον ποιητή ένα μικρό δελφίνι
Κι αφού απ’ τα πετρέλαια πρώτα καλά τον πλύνει
Να τον αφήσει το γιατί εμένα μην ρωτάς
Στο χρυσό χαμόγελο μιας ακρογιαλιάς.