Κάποτε, μία τυχαία και εντελώς ασημάντη λέξη
προσδίδει μία απροσδοκήτη σημασία στο ποίημα,
όπως π.χ. στο εγκατελειμμένο υπόγειο, όπου
κανείς δεν κατεβαίνει από καιρό, το μεγάλο άδειο κιούπι,
στο σκοτεινό του χείλος περπατάει χωρίς νόημα μία αράχνη,
χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για κείνη.
Γιάννης Ρίτσος
Ξακουστή η Αράχνη για τα υφαντά της αλλά και για την αλαζονεία της.
Καυχήθηκε κάποτε πως ήταν ανώτερη από την θέα στην υφαντική τέχνη και την προκάλεσε σε μονομαχία. Φυσικά αυτή η πρόκληση δεν μπορούσε να αφήσει αδιαφόρη την κόρη του Δία, πολύ περισσότερο αφού προερχόταν από μια θνητή.
Και έτσι ο αγώνας άρχισε...
Ύφαινε και κεντούσε η Αθηνά την Ακρόπολη, τον αγώνα της με τον Ποσειδώνα, που θα έκρινε ποιος από τους δυο θα κέρδιζε την Αθήνα. Κι ακόμη κεντούσε την ιστορία του βασιλιά της Θράκης που μαζί με την γυναίκα του Ροδόπη περηφανεύτηκαν πως είχαν τη δύναμη του Δία και της Ήρας και γι' αυτή τους την ασέβεια ο Δίας τους μεταμόρφωσε σε βουνά.
Ύφαινε και κεντούσε και η Αράχνη ιστορίες των θεών και έδειχνε σε αυτές τις πολλές μεταμορφώσεις του Δία, που άλλοτε γινόταν ταύρος, άλλοτε κύκνος, άλλοτε χρυσή βροχή...
Όταν τέλειωσε ο αγώνας η Αθηνά πήρε στα χέρια της το κέντημα της Αράχνης, άδικα προσπάθησε να βρει κάποιο ψεγάδι.
Ήταν το καλύτερο που είχε δει ποτε της...
Δεν ήταν δυνατόν όμως να αφήσει ατιμώρητη την ασέβεια και την αλαζονεία της, γι΄αυτό την άγγιξε στο μέτωπο με την σαϊτα της και την μεταμόρφωσε σε έντομο, κι εκείνη τρελή απ' το κακό της τύλιξε στο λαιμό της όση κλωστή είχε περισσέψει στο αδράχτι και με αυτήν κρεμάστηκε από το ταβάνι του σπιτιού της.
Η θεά όμως την λυπήθηκε, και την άφησε να ζήσει, καταδικασμένη, να κρέμεται πάντα στα ταβάνια και να περπατάει στα σκοτεινά και εγκατελειμένα υπόγεια των σπιτιών και εκεί να υφαίνει αδιάκοπα, μη μπορώντας να ξεχάσει την παλιά της τέχνη.